3,258,368
edits
(6_10) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρημικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς [[βίος]], ὁ [[βίος]] ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.) | |lstext='''ἐρημικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς [[βίος]], ὁ [[βίος]] ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρημικός]], -ή, -όν) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην [[ερημιά]], [[απάτητος]], [[έρημος]], [[απόκεντρος]], [[ασύχναστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στην [[ερημιά]], [[εκεί]] που δεν συχνάζει [[άνθρωπος]], αυτός που βρίσκεται στην έρημο, [[μονήρης]], [[μοναχικός]], [[ασυντρόφευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. ως [[τοπωνύμιο]]) <i>τὰ [[Ἐρημικά]] («ἐξήγαγέ μέ ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα [[Ἐρημικά]]» — με έβγαλε έξω από την [[πόλη]], στην [[περιοχή]] που λέγεται Ερημικά, Παλλάδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημικός]] [[βίος]]» — ο [[βίος]] του ερημίτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερημικώς</i> και -<i>ά</i>. απομακρυσμένα, απομονωμένα, μοναχικά, στην έρημο. | |||
}} | }} |