Anonymous

ἐριπτοίητος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_18)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριπτοίητος''': -ον, παρὰ πολὺ πτοούμενος, [[ἔντρομος]], Νόνν. Δ. 28. 13.
|lstext='''ἐριπτοίητος''': -ον, παρὰ πολὺ πτοούμενος, [[ἔντρομος]], Νόνν. Δ. 28. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριπτοίητος]], -ον (Α)<br />αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο [[έντρομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[πρόθημα]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτοητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πτοώ]])].
}}
}}