Anonymous

ἑρμάζω: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_1)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρμάζω''': ([[ἕρμα]]), [[στηρίζω]], στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».
|lstext='''ἑρμάζω''': ([[ἕρμα]]), [[στηρίζω]], στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑρμάζω]] (Α) [[έρμα]]<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στερεώνω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἑρμάσαι<br />ἐλαφρῶς περιελίξαι».
}}
}}