Anonymous

ἐρέβινθος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[chick]]-pea, Il. 13.589.
|auten=[[chick]]-pea, Il. 13.589.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐρέβινθος]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ρεβιθιά]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της ρεβιθιάς, το [[ρεβίθι]]<br /><b>μσν.</b><br />(με [[προσωποποίηση]] του ουσ.) <i>Ερέβινθος</i><br />Ρέβιθος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινθος</i>, πιθ. [[δάνειο]] μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. <i>όροβος</i> και αφ’ ετέρου με λατ. <i>ervum</i> «όροφος, [[φακή]]», αρχ. άνω γερμ. <i>araweiz</i> «[[μπιζέλι]]», αν και το <i>w</i> τών τύπων δεν αντιστοιχεί [[προς]] το <i>β</i> του ελλ. τύπου [[ερέβινθος]]. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο [[ιδίωμα]] της Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το [[φυτό]]].
}}
}}