Anonymous

ἐρίδωρος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίδωρος''': -ον, [[μεγαλόδωρος]], [[ἄφθονος]], ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504.
|lstext='''ἐρίδωρος''': -ον, [[μεγαλόδωρος]], [[ἄφθονος]], ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίδωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («[[ἐρίδωρος]] ὀπώρη», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[δώρον]]].
}}
}}