Anonymous

ἕρπω: Difference between revisions

From LSJ
4,628 bytes added ,  29 September 2017
14
(SL_1)
(14)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἕρπω]] (ἕρπει; ἕρποι; ἕρπων, -όντων, -όντεσσιν: impf. ἕρπε.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[move]] ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων issued as [[counterfeit]] Δ. 2. 1. εἰ δὲ [[δαίμων]] [[γενέθλιος]] ἕρποι comes (O. 13.105) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[advance]], [[continue]] in [[temporal]] [[sense]]. “θνατῶν φρένες τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” (P. 4.140) (ἀρετὰν) εὖ οἶδ' [[ὅτι]] [[χρόνος]] ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) [[τοῦτο]] γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ [[τις]] εὖ εἴπῃ τι (ἕρποι v. l.) (I. 4.40) μή μοι [[μέγας]] ἕρπων κάμοι [[ἐξοπίσω]] [[χρόνος]] [[ἔμπεδος]] (Pae. 2.26) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> in tmesis. [[ποτὶ]] [[χρόνος]] ἕρποι (v. ποτιέρπω) (N. 7.68)
|sltr=[[ἕρπω]] (ἕρπει; ἕρποι; ἕρπων, -όντων, -όντεσσιν: impf. ἕρπε.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[move]] ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων issued as [[counterfeit]] Δ. 2. 1. εἰ δὲ [[δαίμων]] [[γενέθλιος]] ἕρποι comes (O. 13.105) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[advance]], [[continue]] in [[temporal]] [[sense]]. “θνατῶν φρένες τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” (P. 4.140) (ἀρετὰν) εὖ οἶδ' [[ὅτι]] [[χρόνος]] ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) [[τοῦτο]] γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ [[τις]] εὖ εἴπῃ τι (ἕρποι v. l.) (I. 4.40) μή μοι [[μέγας]] ἕρπων κάμοι [[ἐξοπίσω]] [[χρόνος]] [[ἔμπεδος]] (Pae. 2.26) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> in tmesis. [[ποτὶ]] [[χρόνος]] ἕρποι (v. ποτιέρπω) (N. 7.68)
}}
{{grml
|mltxt=και σέρπω (Α [[ἕρπω]])<br />[[προχωρώ]] σερνόμενος με την [[κοιλιά]] [[πάνω]] στο [[έδαφος]] ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους [[κολακεύω]] [[χαμερπώς]] για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>2.</b> (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο [[ήχος]], όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[προχωρώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>2.</b> στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ [[φθόνος]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]], [[πορεύομαι]]<br /><b>5.</b> (για [[ατύχημα]]) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] σε κάποιον<br /><b>6.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («[[βότρυς]] ἐπ’ [[ἦμαρ]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> προάγομαι, [[προκόβω]], [[προοδεύω]] («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (για δάκρυα) χύνομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>9.</b> (για [[φήμη]]) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>10.</b> (για πόλεμο) [[τραβώ]] σε [[μάκρος]] («ό [[πόλεμος]] ἑρπέτω» — ο [[πόλεμος]] ας κάμει τον δρόμο του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>11.</b> (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἕρποντα</i><br />τα συρόμενα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[έρπω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sarpati</i>, λατ. <i>serpo</i> «ἐρπω, [[γλιστρώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>herpo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>serpo</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>-<i>p</i>- «[[έρπω]]» (με [[παρέκταση]] -<i>p</i>-). Το παράγωγο <i>ερπετόν</i> συνδέεται με λατ. <i>serpens</i>, αρχ. ινδ. <i>sarpa</i>-, ενώ ο αιολ. τ. <i>όρπετον</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>srp</i>-, όπου τόσο η [[δήλωση]] του -<i>r</i>- ως <i>ορ</i> / <i>ρο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ.[[κορζία]] «[[καρδία]]») όσο και η [[ψίλωση]] του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. <i>ερπετόν</i> αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα [[τέσσερα]], αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη [[σημασία]] του ζώου που βαδίζει γενικώς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το [[ερπετό]] δηλώνει και το [[φίδι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>serpens</i> «[[φίδι]]») και [[κάθε]] ζώο που έρπει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερπετό]], [[έρπης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερπηδών]], [[ερπήν]], [[ερπήνη]], <i>ερπηστήρ</i>, [[ερπηστής]], [[ερπτόν]], [[ερπύζω]], [[έρπυλλος]], <i>έρψις</i>, <i>όρπετον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερπάκανθα</i>. (Β’ συνθετικό) [[ανέρπω]], [[υφέρπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέρπω]], [[διεξέρπω]], [[διέρπω]], [[εισέρπω]], [[εξέρπω]], <i>επεισέρπω</i>, [[επεξέρπω]], [[εφέρπω]], [[καθέρπω]], [[μεθέρπω]], [[παρεισέρπω]], [[παρέρπω]], [[περιέρπω]], [[προέρπω]], [[προσανέρπω]], [[προσέρπω]], [[συνέρπω]].
}}
}}