Anonymous

ἐρίθαλλος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_15)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίθαλλος''': -ον, ([[θάλλω]]) ὁ [[σφόδρα]] θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. [[ἐριθηλής]].
|lstext='''ἐρίθαλλος''': -ον, ([[θάλλω]]) ὁ [[σφόδρα]] θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. [[ἐριθηλής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίθαλλος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>-(επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[θαλλός]], <i>ὁ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]])].
}}
}}