Anonymous

ἐρωτόληπτος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_19)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωτόληπτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ἔρωτος, Λατ. amore cuptas, Νικήτ. Εὐγ. 6. 624.
|lstext='''ἐρωτόληπτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ἔρωτος, Λατ. amore cuptas, Νικήτ. Εὐγ. 6. 624.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἐρωτόληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος<br /><b>2.</b> ο [[ερωτύλος]], ο [[επιρρεπής]] στις ερωτικές περιπέτειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]].
}}
}}