Anonymous

ἐσπευσμένως: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_6)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσπευσμένως''': Ἐπίρρ. ([[σπεύδω]]), [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ταχέως]], Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54.
|lstext='''ἐσπευσμένως''': Ἐπίρρ. ([[σπεύδω]]), [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ταχέως]], Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐσπευσμένως]]) <b>επίρρ.</b> εν τάχει, [[γρήγορα]], βιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαια, αμελέτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εσπευσμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[σπεύδω]].
}}
}}