Anonymous

ἐριώπης: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_19)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριώπης''': -ου, ὁ θηλ. -ῶπις, ιδος, (ὢψ) [[μεγαλόφθαλμος]], ἐν τῷ θηλ. Κύμης ἐριώπιδα κούρην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 1. 2· ἐν τῷ ἀρσ. κατ’ αἰτ. ἐριώπεα Μάξιμ. π. Καταρχ. 545· ἐρίωπα [[αὐτόθι]] 32. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριῶπις· [[μεγαλόφθαλμος]]. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνὴ» καὶ «ἐριώπιδος· εὐώπιδος».
|lstext='''ἐριώπης''': -ου, ὁ θηλ. -ῶπις, ιδος, (ὢψ) [[μεγαλόφθαλμος]], ἐν τῷ θηλ. Κύμης ἐριώπιδα κούρην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 1. 2· ἐν τῷ ἀρσ. κατ’ αἰτ. ἐριώπεα Μάξιμ. π. Καταρχ. 545· ἐρίωπα [[αὐτόθι]] 32. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριῶπις· [[μεγαλόφθαλμος]]. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνὴ» καὶ «ἐριώπιδος· εὐώπιδος».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ελίκ</i>-<i>ωψ</i>, <i>μύ</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
}}
}}