Anonymous

ἑτερόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_17)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. [[τρίπλευρος]]).
|lstext='''ἑτερόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. [[τρίπλευρος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόπλευρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άνισες πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>)].
}}
}}