3,270,382
edits
(6_23) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἑτερόχροος]], Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, [[ὕπνος]] μετ’ ἄλλου προσώπου, [[συγκοίμησις]], (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες. | |lstext='''ἑτερόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἑτερόχροος]], Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, [[ὕπνος]] μετ’ ἄλλου προσώπου, [[συγκοίμησις]], (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτερόχρως]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρους]]<br /><b>2.</b> (για ύπνο) αυτός που γίνεται με [[πρόσωπο]] διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χρως</i>]. | |||
}} | }} |