Anonymous

ἑτοιμοκόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_12)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμοκόλλιξ''': ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀλισβοκόλλιξ]]).
|lstext='''ἑτοιμοκόλλιξ''': ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀλισβοκόλλιξ]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοκόλλιξ]], ὁ (Α)<br />αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλλιξ]] «[[κουλλούρι]]»].
}}
}}