Anonymous

ἑτοιμοπειθής: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμοπειθής''': -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.
|lstext='''ἑτοιμοπειθής''': -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοπειθής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>πειθής</i>].
}}
}}