Anonymous

εὐβοσία: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_10)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐβοσία''': ἡ, καλὴ [[βοσκή]], [[χώρα]] ἔχει πολλήν εὐβ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 3, πρβλ. 6. 22, 3. 2) [[εὐτροφία]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18. 59., 4. 6, 5· ἐξ ἁλός Ἀνθ. Π. 11. 199. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Δήμητρος, Συλλ.Ἑπιγρ. 3858, πρβλ. 3906β.
|lstext='''εὐβοσία''': ἡ, καλὴ [[βοσκή]], [[χώρα]] ἔχει πολλήν εὐβ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 3, πρβλ. 6. 22, 3. 2) [[εὐτροφία]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18. 59., 4. 6, 5· ἐξ ἁλός Ἀνθ. Π. 11. 199. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Δήμητρος, Συλλ.Ἑπιγρ. 3858, πρβλ. 3906β.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐβοσία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η καλή [[βοσκή]] («ἡ [[χώρα]] ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αποδοτική [[καλλιέργεια]]<br /><b>3.</b> καλή [[φυσική]] [[κατάσταση]] («[[εὐβοσία]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφθονία]]<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ευβοσία</i><br />[[θεότητα]] που λατρευόταν στη Μικρά Ασία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσις]] «[[τροφή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χηνο</i>-<i>βοσία</i>].
}}
}}