Anonymous

εὐάνιος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_15)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάνιος''': -ον, ([[ἀνία]]) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «[[πειθήνιος]]» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ [[εὐήνιος]]).
|lstext='''εὐάνιος''': -ον, ([[ἀνία]]) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «[[πειθήνιος]]» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ [[εὐήνιος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, [[πειθήνιος]]» — [[είναι]] προφανές ότι συγχέει το [[ευάνιος]] με το [[ευάνιος]] (δωρ. τ. [[αντί]] [[ευήνιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[άνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-[[άνιος]]].
}}
}}