Anonymous

εὐαυξής: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_8)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαυξής''': -ές, ταχεῖαν αὔξησιν λαμβάνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4: Συγκρ. -έστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ.Αἰτ. 1. 8, 4.
|lstext='''εὐαυξής''': -ές, ταχεῖαν αὔξησιν λαμβάνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4: Συγκρ. -έστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ.Αἰτ. 1. 8, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐαυξής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει [[γρήγορα]] και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μεγαλώνει καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αυξημένο όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αυξής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αύξω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>αυξής</i>].
}}
}}