3,277,121
edits
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐᾰνάλωτος''': -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4. | |lstext='''εὐᾰνάλωτος''': -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐανάλωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>λωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[αλίσκομαι]] «ξοδεύομαι»)]. | |||
}} | }} |