Anonymous

εὐανάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾰνάλωτος''': -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.
|lstext='''εὐᾰνάλωτος''': -ον, εὐκόλως ἀναλισκόμενος, ἔρευναι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐανάλωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>λωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[αλίσκομαι]] «ξοδεύομαι»)].
}}
}}