Anonymous

εὐδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_18)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιοίκητος''': -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.
|lstext='''εὐδιοίκητος''': -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διοίκητος</i>].
}}
}}