Anonymous

εὐδία: Difference between revisions

From LSJ
1,289 bytes added ,  29 September 2017
14
(T22)
(14)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐυδιας, ἡ (from [[εὔδιος]], ἐυδιον, and [[this]] from εὖ and [[Ζεύς]], genitive [[Διός]], [[Zeus]], the [[ruler]] of the [[air]] and [[sky]]), a [[serene]] [[sky]], [[fair]] [[weather]]: T brackets WH [[reject]] the [[passage]]). ([[Pindar]], [[Aeschylus]], [[Hippocrates]], [[Xenophon]], and [[following]].)  
|txtha=ἐυδιας, ἡ (from [[εὔδιος]], ἐυδιον, and [[this]] from εὖ and [[Ζεύς]], genitive [[Διός]], [[Zeus]], the [[ruler]] of the [[air]] and [[sky]]), a [[serene]] [[sky]], [[fair]] [[weather]]: T brackets WH [[reject]] the [[passage]]). ([[Pindar]], [[Aeschylus]], [[Hippocrates]], [[Xenophon]], and [[following]].)  
}}
{{grml
|mltxt=και βδία και βιδιά, η (Α [[εὐδία]], ιων. τ. εὐδίη) [[αίθριος]] και [[γλυκός]] [[καιρός]], [[καλοκαιρία]] («ἐκ χειμῶνος [[εὐδία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηρεμία]], [[ησυχία]], [[γαλήνη]] («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκὸς [[εὐδία]]» — καλή [[κατάσταση]] του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — [[αισθάνομαι]] άνετα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>διF</i>-<i>ᾱ</i>. Πρόκειται δηλ. για [[λέξη]] σύνθετη από το <i>ευ</i> και την ασθενή [[βαθμίδα]] μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «[[ημέρα]]» — <b>[[πρβλ]].</b> [[Ζευς]], γεν. <i>ΔιFός</i> και επίθ. <i>δῑος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διFιος</i>). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. <i>sudiv</i>-, <i>su</i>-<i>div</i>-<i>a</i>-<i>m</i> «ωραία [[μέρα]]»].
}}
}}