Anonymous

εὐγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγάλακτος''': -ον, ἐπὶ αἰγός, παρέχουσα καλὸν [[γάλα]], Ἀλκίφρων 3. 21. - Παρ’ Ἡσύχ. ἑτεροκλίτως, «εὐγάλακτες· εὔτροφοι».
|lstext='''εὐγάλακτος''': -ον, ἐπὶ αἰγός, παρέχουσα καλὸν [[γάλα]], Ἀλκίφρων 3. 21. - Παρ’ Ἡσύχ. ἑτεροκλίτως, «εὐγάλακτες· εὔτροφοι».
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐγάλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας [[γάλα]] (α. «[[εὐγάλακτος]] αἴξ» β. [[εὐγάλακτος]] [[τροφός]]»)<br /><b>2.</b> (για [[ζωοτροφή]]) [[κατάλληλος]] για την [[παραγωγή]] γάλακτος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὐγάλακτον]]<br />[[ονομασία]] του φυτού [[γλαύξ]].
}}
}}