Anonymous

εὐεπίβατος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à gravir, à escalader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à gravir, à escalader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐεπίβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] («[[εὐεπίβατος]] [[λόφος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ευπρόσβλητος]] («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διασχίσει, να διαβεί με [[ευκολία]] («[[εὐεπίβατος]] ἔρημος»)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο [[εφικτός]]<br /><b>5.</b> ο [[προσιτός]], ο ευκολοπλησίαστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[βατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[βαίνω]])].
}}
}}