Anonymous

εὔεικτος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_18)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔεικτος''': -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, [[εὐπειθής]], Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.
|lstext='''εὔεικτος''': -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, [[εὐπειθής]], Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔεικτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που υπακούει εύκολα, ο [[ευπειθής]], ο [[πειθήνιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο [[μαλακός]], ο [[ενδοτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>2.</b> (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔεικτον</i><br />η [[υποχωρητικότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐείκτως</i> (ΑΜ)<br />υπάκουα, [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εικτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είκω]] «[[υποχωρώ]], [[υπακούω]]»)].
}}
}}