Anonymous

εὕδω: Difference between revisions

From LSJ
2,965 bytes added ,  29 September 2017
15
(SL_1)
(15)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὕδω]] (εὓδεις, -ει.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[slumber]] “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” (O. 13.67) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς [[αἰετός]] (P. 1.6) met., ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]] (I. 7.17) εὕδει δὲ (sc. ἁ ψυχὰ) πρασσόντων μελέων, ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3.
|sltr=[[εὕδω]] (εὓδεις, -ει.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[slumber]] “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” (O. 13.67) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς [[αἰετός]] (P. 1.6) met., ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]] (I. 7.17) εὕδει δὲ (sc. ἁ ψυχὰ) πρασσόντων μελέων, ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὕδω]] (ΑΜ)<br />[[κοιμάμαι]] (α. «ὁππότ' ἄν [[αὖτε]] εὕδῃσθα γλυκὺν [[ὕπνον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμούμαι]] τον ύπνο του θανάτου<br /><b>2.</b> [[κοπάζω]], [[παύω]], [[ησυχάζω]] (α. «ὄφρ' εὕδῃσι [[μένος]] Βορέαο» — για να πέσει η [[ορμή]] του Βοριά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον νου ή την [[καρδιά]]) [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αναπαύομαι, [[είμαι]] [[αδρανής]] («Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «εὕδοντι δ' αἱρεῑ [[κύρτος]]» — γι' αυτόν που κοιμάται ψαρεύει ο [[κύρτος]])<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «παλαιὰ γὰρ εὕδει [[χάρις]]»<br />(η [[ευεργεσία]] ξεχνιέται με το [[πέρασμα]] του χρόνου, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. της λ. παρέχει δυσκολίες, για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με την πιο εύλογη, ο τ. [[εύδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>- «[[κοιμάμαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>sutis</i> «[[ήσυχος]], [[πράος]]», λατ. <i>sudus</i> «[[ήρεμος]], [[πράος]]»). Εξίσου δυνατή [[είναι]] και η [[αναγωγή]] του τ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>seu</i>-<i>d</i>-, με την [[ίδια]] [[σημασία]]. Το ρ. ως απλό απαντά μόνο στον μέλλ. <i>ευδήσω</i>. Κανονικώς απαντά ως σύνθετο με την [[πρόθεση]] [[κατά]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καθεύδω]]), [[μολονότι]] η ύπαρξη στην αττική διάλεκτο παραλλήλων τύπων <i>καθ</i>-<i>ηύδον</i> και <i>εκάθ</i>-<i>ευδον</i> δείχνει ότι εκλαμβανόταν και ως απλό. Στην [[ίδια]] διάλεκτο ο τ. σχημάτιζε αόρ. από το ρ. [[δαρθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> απρμφ. αορ. <i>καταδαρθείν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντικαθεύδω</i>, [[αποκαθεύδω]], [[εγκαθεύδω]], [[εκκαθεύδω]], [[ενεύδω]], [[επικαθεύδω]], <i>εφεύδω</i>, [[καθεύδω]], <i>ορθοκαθεύδω</i>, [[παρακαθεύδω]], [[προκαθεύδω]], [[προσκαθεύδω]], [[συγκαθεύδω]], [[συνεύδω]], [[υπερκαθεύδω]], [[υποκαθεύδω]]].
}}
}}