3,277,443
edits
(6_11) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐτυμολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15. | |lstext='''ἐτυμολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐτυμολογικός]], -ή, -όν)<br />[[ετυμολόγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ετυμολογία]] («ετυμολογική [[μελέτη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ετυμολογική</i><br />η [[επιστήμη]] που ασχολείται με την [[ετυμολογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετυμολογικό</i><br />το [[μέρος]] της γραμματικής που ασχολείται με την [[παραγωγή]] τών λέξεων από άλλες με την [[προσθήκη]] παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., [[καθώς]] και με τη [[σύνθεση]] τών λέξεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐτυμολογικόν</i><br />ετυμολογικό [[λεξικό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετυμολογικώς</i> (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)<br />από την [[άποψη]] του ετύμου, ως [[προς]] το έτυμον μιας λέξεως. | |||
}} | }} |