Anonymous

ἐτυμολογικός: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_11)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐτυμολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.
|lstext='''ἐτυμολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐτυμολογικός]], -ή, -όν)<br />[[ετυμολόγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ετυμολογία]] («ετυμολογική [[μελέτη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ετυμολογική</i><br />η [[επιστήμη]] που ασχολείται με την [[ετυμολογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετυμολογικό</i><br />το [[μέρος]] της γραμματικής που ασχολείται με την [[παραγωγή]] τών λέξεων από άλλες με την [[προσθήκη]] παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., [[καθώς]] και με τη [[σύνθεση]] τών λέξεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐτυμολογικόν</i><br />ετυμολογικό [[λεξικό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετυμολογικώς</i> (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)<br />από την [[άποψη]] του ετύμου, ως [[προς]] το έτυμον μιας λέξεως.
}}
}}