Anonymous

εὐήνιος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />docile au frein, facile à conduire ; <i>en parl. de pers.</i> docile, doux;<br /><i>Sp.</i> εὐηνιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἡνία]].
|btext=ος, ον :<br />docile au frein, facile à conduire ; <i>en parl. de pers.</i> docile, doux;<br /><i>Sp.</i> εὐηνιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἡνία]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[υπάκουος]] στα [[ηνία]], αυτός που κυβερνιέται εύκολα με [[χαλινάρι]] (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο [[εύπλαστος]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>εὐήνια</i><br />με [[υπακοή]] («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)<br />(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηνίαι</i> «[[ηνία]]»].
}}
}}