Anonymous

εὐγήρως: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_22)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγήρως''': -ων, ὁ εὐτυχὲς διερχόμενος [[γῆρας]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ταχυγήρως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 1 5, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· πληθ. ὀνομαστ. εὔγηροι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 3· οὐδ. εὔγηρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825. - Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται Ὑπερθετ. «εὐγηρότατος· [[καλῶς]] γηρῶν».
|lstext='''εὐγήρως''': -ων, ὁ εὐτυχὲς διερχόμενος [[γῆρας]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ταχυγήρως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 1 5, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· πληθ. ὀνομαστ. εὔγηροι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 3· οὐδ. εὔγηρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825. - Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται Ὑπερθετ. «εὐγηρότατος· [[καλῶς]] γηρῶν».
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐγήρως]], πληθ. εὔγηροι, -ων, εὔγηρα) (Α)<br />αυτός που περνάει καλά [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρως</i> (-<i>ος</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[γήρας]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[γήρως]].
}}
}}