Anonymous

εὐθηνία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance, plénitude.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐθηνέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance, plénitude.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐθηνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και ευτηνιά, η (ΑΜ [[εὐθηνία]])<br /><b>1.</b> η [[φτήνια]], η [[πώληση]] σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> η [[ευτέλεια]], η [[ποταπότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφθονία]], [[επάρκεια]] αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται [[εὐθηνία]] πολλή», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[ευημερία]], [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίσσεια]], [[επάρκεια]] («[[εὐθηνία]] φρονήσεως»)<br /><b>2.</b> [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]]<br /><b>3.</b> δωρεάν [[διανομή]] σταριού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σώματος [[εὐθηνία]]» — καλὴ [[φυσική]] [[κατάσταση]]<br />β) «εὐθηνίας ἐπιμεληταί», «εὐθηνίας ἔπαρχοι» — άρχοντες αρμόδιοι να εποπτεύουν την [[κατάσταση]] τών [[πόλεων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευθηνώ]], παράλλ. τ. του [[ευθενώ]]].
}}
}}