Anonymous

εὐθυντηρία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />place où le pilote dirige le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[εὐθυντήριος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />place où le pilote dirige le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[εὐθυντήριος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυντήριος]], -ία, -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό, πρισματικό [[συνήθως]], [[εξάρτημα]] μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[λεία]] [[πλάκα]], παράλληλη [[προς]] τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη [[παλινδρόμηση]] του εμβόλου ατμομηχανής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον [[σκῆπτρον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του πλοίου στο οποίο ήταν [[σταθερά]] προσαρμοσμένο το [[πηδάλιο]]<br /><b>2.</b> το [[επίστρωμα]] στο οποίο στηρίζεται η [[κρηπίδα]] αρχαίου ναού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθυντήριον</i><br />[[κανόνας]], [[πρότυπο]].
}}
}}