Anonymous

εὐαπολόγητος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à excuser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπολογέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />facile à excuser.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπολογέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαπολόγητος]], -ον)<br />αυτός που εύκολα επιδέχεται [[απολογία]] ([[επομένως]] και [[αθώωση]]), αυτός για τον οποίο απολογείται [[κάποιος]] εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει [[κάποιος]] απολογούμενος («ευαπολόγητη [[βιαιοπραγία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να απολογηθεί καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[λογούμαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>απολόγητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>απολόγητος</i>)].
}}
}}