Anonymous

εὔινος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔῑνος''': -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, [[ξύλον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
|lstext='''εὔῑνος''': -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, [[ξύλον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔινος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρές ίνες («[[ξύλον]] εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ις</i>, <i>ινός</i> «ίνα»].
}}
}}