Anonymous

εὐκαθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à renverser, à conquérir;<br /><i>Cp.</i> εὐκαθαιρετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καθαιρέω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à renverser, à conquérir;<br /><i>Cp.</i> εὐκαθαιρετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καθαιρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκαθαίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τείχος]]) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («[[οὗτος]] οὐκ [[εὐκαθαίρετος]] ἔδοξεν [[εἶναι]] σφίσι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που εξαντλείται εύκολα<br /><b>4.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαιρώ]]].
}}
}}