Anonymous

εὐκατάστροφος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
|lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάστροφος]], -ον (Α)<br />(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «[[καταστροφή]]», που ολοκληρώνεται με [[σαφήνεια]] και [[ωραίο]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>στροφος</i>).
}}
}}