Anonymous

εὐκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατάστᾰτος''': -ον, ἐν καλῇ καταστάσει, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀπαθής]], [[ἥσυχος]], Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 138Α, κλ. - Ἐπίρρ. εὐκαταστάτως, εὐσταθῶς, ἀταράχως, Μακάρ. 517D.
|lstext='''εὐκατάστᾰτος''': -ον, ἐν καλῇ καταστάσει, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀπαθής]], [[ἥσυχος]], Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 138Α, κλ. - Ἐπίρρ. εὐκαταστάτως, εὐσταθῶς, ἀταράχως, Μακάρ. 517D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατάστατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική [[κατάσταση]], ο [[εύπορος]], ο [[πλούσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]], ο τοποθετημένος καλά, ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> (για [[κρήνη]]) αυτή που τρέχει αδιάκοπα, ασταμάτητα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκαταστάτως</i> (ΑΜ)<br />[[στερεά]], [[σταθερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-[[στατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-[[ίστημι]])].
}}
}}