Anonymous

εὐθυτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_17)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθυτράχηλος''': -ον, ἔχων εὐθὺν τράχηλον, Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 14, ἔκδ. Dietz.
|lstext='''εὐθυτράχηλος''': -ον, ἔχων εὐθὺν τράχηλον, Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 14, ἔκδ. Dietz.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐθυτράχηλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίσιο τράχηλο.
}}
}}