Anonymous

εὐκράδαντος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκράδαντος''': -ον, (κρᾰδαίνω) ὁ εὐκόλως κραδαινόμενος, σειόμενος, [[εὔσειστος]], «ῥαδαλὸν δὲ [[ἀκουστέον]] τὸ εὐκράδαντον» Ἐτυμ. Μ. 701. 53.
|lstext='''εὐκράδαντος''': -ον, (κρᾰδαίνω) ὁ εὐκόλως κραδαινόμενος, σειόμενος, [[εὔσειστος]], «ῥαδαλὸν δὲ [[ἀκουστέον]] τὸ εὐκράδαντον» Ἐτυμ. Μ. 701. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκράδαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κραδαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραδαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κράδαντος</i>].
}}
}}