Anonymous

εὐμέθυστος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμέθυστος''': -ον, εὐκόλως μεθυσκόμενος, Γεωπ. 7. 34, 2.
|lstext='''εὐμέθυστος''': -ον, εὐκόλως μεθυσκόμενος, Γεωπ. 7. 34, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐμέθυστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που μεθάει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μεθύω]].
}}
}}