Anonymous

εὐπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au beau visage;<br /><b>2</b> au visage riant;<br /><b>3</b> spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρόσωπον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au beau visage;<br /><b>2</b> au visage riant;<br /><b>3</b> spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρόσωπον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσωπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], ο [[ευπαρουσίαστος]] («ὁ [[νεανίσκος]] οὐκ [[εὐπρόσωπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] στην [[εμφάνιση]], [[ικανοποιητικός]] στην [[παρουσίαση]] (α. «ευπρόσωπο [[μάθημα]]» β. «ευπρόσωπη [[παράσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φαιδρό, γελαστό [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά [[καλός]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει νομική [[υπόσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπροσώπως</i> (Α εὐπροσώπως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευπρόσωπο τρόπο, με [[αξιοπρέπεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />προσποιητά, με τρόπο επιφανειακά καλό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με φιλικό τρόπο, φιλικά<br /><b>2.</b> με [[ορθό]], ταιριαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}