Anonymous

εὐκτήριος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκτήριος''': -ον, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς προσευχήν, [[εὐκτήριος]] [[οἶκος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 8638, Εὐσέβ. Π. 928Α, Βασίλ. IV. 473Β, Δίδ. Ἀλ. 589Β, κλ. ΙΙ. εὐκτήριον, τό, ἰδιαίτερον [[μέρος]] πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, [[παρεκκλήσιον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8668, Γρηγ. Θαυματουργ. 1048Α, Δίδ. Ἀλ. 589C, Ἐπιφάν. ΙΙ. 757D, κλ.
|lstext='''εὐκτήριος''': -ον, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς προσευχήν, [[εὐκτήριος]] [[οἶκος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 8638, Εὐσέβ. Π. 928Α, Βασίλ. IV. 473Β, Δίδ. Ἀλ. 589Β, κλ. ΙΙ. εὐκτήριον, τό, ἰδιαίτερον [[μέρος]] πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, [[παρεκκλήσιον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8668, Γρηγ. Θαυματουργ. 1048Α, Δίδ. Ἀλ. 589C, Ἐπιφάν. ΙΙ. 757D, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκτήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές [[προς]] τον θεό, ο προορισμένος για [[προσευχή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευκτήριο</i><br />[[μέρος]] όπου λατρεύεται ο Θεός, [[ναός]], παρεκκλήσι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τήριος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ευχ</i>- ([[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i>. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και [[απλοποίηση]] του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (<i>efktirios</i> &GT; <i>fktirios</i> &GT; <i>ktirios</i>) στη [[φράση]] [[ευκτήριος]] ([[οίκος]]) προέκυψε το [[κτήριο]] με [[σημασία]] «[[οικοδόμημα]]»].
}}
}}