3,274,216
edits
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui exprime un vœu, votif ; <i>t. de gramm.</i> ἡ εὐκτική ([[ἔγκλισις]]) l’optatif.<br />'''Étymologie:''' [[εὔχομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />qui exprime un vœu, votif ; <i>t. de gramm.</i> ἡ εὐκτική ([[ἔγκλισις]]) l’optatif.<br />'''Étymologie:''' [[εὔχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[ευχή]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ευχή]], ο [[κατάλληλος]] για [[ευχή]], ο [[ευχετικός]], ο [[παρακλητικός]] (α. «εὐκτικὸ [[ἐπίρρημα]]», Απολλ. Δύσκ.<br />β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ευκτική</i> (ενν. [[έγκλιση]])<br />μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν [[ευχή]] («εἴη τὸ [[ὄνομα]] Κυρίου εὐλογημένον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε [[δέηση]] («εὐκτικὰ [[μέλη]] ἐγράφετο τοῑς αἰτουμένοις», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐκτικόν</i><br />α) [[έκφραση]] υπό [[μορφή]] ευχής ή επιθυμίας<br />β) η ευκτική [[έγκλιση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐκτικά</i><br />η [[λειτουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκτικώς</i> (ΑΜ εὐκτικῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο που εκφράζει [[ευχή]], υπό τύπο ευχής, με δεήσεις, ικετευτικά<br /><b>2.</b> σε ευκτική [[έγκλιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τός</i>, ρημ. επίθ. του [[εύχομαι]]. <i>Ευκτική</i> (ενν. [[έγκλιση]]), θηλ. του επιθ. [[ευκτικός]]]. | |||
}} | }} |