Anonymous

εὐσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσίδηρος''': -ον, [[καλῶς]] δεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος διὰ σιδήρου, ἁμάξης... εὐσιδήρου Ἰω. Διάκ. εἰς Ἡσ. Ἀσπίδ. 237.
|lstext='''εὐσίδηρος''': -ον, [[καλῶς]] δεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος διὰ σιδήρου, ἁμάξης... εὐσιδήρου Ἰω. Διάκ. εἰς Ἡσ. Ἀσπίδ. 237.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐσίδηρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί καλά με σίδηρο.
}}
}}