Anonymous

εὐτοκία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />enfantement heureux <i>ou</i> fécond.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτοκος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />enfantement heureux <i>ou</i> fécond.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτοκος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτοκία]], Α και ιων. τ. εὐτοκίη) [[εύτοκος]]<br />εύκολη [[γέννηση]], [[εύκολος]] [[τοκετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> ο [[τοκετός]] που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, [[χωρίς]] επιπλοκές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τρισσή [[εὐτοκία]]» — η εύκολη [[γέννηση]] τριών παιδιών<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[γονιμότητα]].
}}
}}