Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐπαράδεκτος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπαράδεκτος''': -ον, εὐκόλως γινόμενος [[δεκτός]], [[εὐπρόσδεκτος]], Πολύβ. 10. 2, 11, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 114Α. ΙΙ. ἑτοίμως δεχόμενος, τινος Φίλων 1. 136· [[οὕτως]], εὐπαράδοχος Κύριλλ. Ἀλ. ΙΙΙ. 961Α.
|lstext='''εὐπαράδεκτος''': -ον, εὐκόλως γινόμενος [[δεκτός]], [[εὐπρόσδεκτος]], Πολύβ. 10. 2, 11, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 114Α. ΙΙ. ἑτοίμως δεχόμενος, τινος Φίλων 1. 136· [[οὕτως]], εὐπαράδοχος Κύριλλ. Ἀλ. ΙΙΙ. 961Α.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαράδεκτος]], -ον)<br />[[ευπρόσδεκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα δέχεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπαραδέκτως</i> (Α εὐπαραδέκτως)<br />ευχάριστα, ευπρόσδεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρα</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[παραδέχομαι]])].
}}
}}