Anonymous

εὐστοχία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté à viser, à toucher le but;<br /><b>2</b> habileté à saisir l’occasion.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστοχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté à viser, à toucher le but;<br /><b>2</b> habileté à saisir l’occasion.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστοχος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐστοχία]], Α και εὐστοχίη) [[εύστοχος]]<br /><b>1.</b> η [[δεξιότητα]] στην [[επιτυχία]] του σκοπού, η [[επιτυχία]] βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ευστοχία]] πυροβόλου»)<br /><b>2.</b> η [[επιδεξιότητα]] στο να παίρνει [[κάποιος]] τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται της σωστής ευκαιρίας<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]] σκέψεως, [[οξύνοια]], [[ευφυΐα]] («ἔστι δὲ [[εὐστοχία]] τις ἡ [[ἀγχίνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζωγράφους) [[δεξιότητα]] στην [[απεικόνιση]].
}}
}}