Anonymous

εὔπλοια: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />heureuse navigation.<br />'''Étymologie:''' [[εὔπλοος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />heureuse navigation.<br />'''Étymologie:''' [[εὔπλοος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὔπλοια]], ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)<br /><b>1.</b> [[καλός]] [[πλους]], [[ουριοδρομία]], καλό και γρήγορο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ευπλο</i>- (του [[εύπλους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>πλοια</i>, <i>ά</i>-<i>πλοια</i>)].
}}
}}