3,274,504
edits
(6_16) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσύλληπτος''': -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀρικύμων]]· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1. | |lstext='''εὐσύλληπτος''': -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀρικύμων]]· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐσύλληπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για την [[αναπαραγωγή]]) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το [[σπέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύλληπτον</i><br />η [[ευκολία]] στη [[σύλληψη]], η εύκολη [[γονιμοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συλ</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συλ</i>-[[λαμβάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>, <i>α</i>-<i>σύλ</i>-<i>ληπτος</i>]. | |||
}} | }} |