Anonymous

εὔφωνος: Difference between revisions

From LSJ
15
(SL_1)
(15)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔφωνος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[tuneful]] σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)
|sltr=[[εὔφωνος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[tuneful]] σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔφωνος]], -ον και εὐφωνής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική [[φωνή]], ο [[καλλίφωνος]], ο [[εύηχος]]<br /><b>2.</b> (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], ο [[βροντόφωνος]] («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο<br /><b>2.</b> (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα<br /><b>3.</b> αυτός που συμβάλλει στην [[ευφωνία]], ο [[ευφωνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφώνως</i> και <i>εύφωνα</i> (Α εὐφώνως)<br /><b>1.</b> με γλυκιά [[φωνή]], με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν [[τότε]] [[ᾆσαι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> κολακευτικά<br /><b>3.</b> ευφωνικά<br /><b>4.</b> εύγλωττα, εκφραστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>φωνος</i>, <i>ομό</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}