Anonymous

εὐχέτης: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχέτης''': ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.
|lstext='''εὐχέτης''': ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ευχέτις (ΑΜ [[εὐχέτης]], -ου, θηλ. εὐχέτις, -ιδος)<br />αυτός που παρέχει ευχές, που προσεύχεται για κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐν Χριστῷ [[εὐχέτης]]» — [[φράση]] που προτάσσεται της υπογραφής τών ανώτερων κληρικών.
}}
}}