Anonymous

εὐχυλία: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_11)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχῡλία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὔχυλος]], τῶν μυῶν οἱ μὲν Ἐφέσιοι… τῇ [[εὐχυλία]] τῶν... κτενῶν βελτίονες Ἀθήν. 87C, 306 E.
|lstext='''εὐχῡλία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὔχυλος]], τῶν μυῶν οἱ μὲν Ἐφέσιοι… τῇ [[εὐχυλία]] τῶν... κτενῶν βελτίονες Ἀθήν. 87C, 306 E.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐχυλία]], ἡ (Α) [[εύχυλος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύχυλου, καλή [[γεύση]], [[νοστιμιά]].
}}
}}