Anonymous

εὐχρήστημα: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_21)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχρήστημα''': τό, λαμβανομένη [[ὠφέλεια]], Κικ. Fin. 3. 21.
|lstext='''εὐχρήστημα''': τό, λαμβανομένη [[ὠφέλεια]], Κικ. Fin. 3. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐχρήστημα]], τὸ (Α) [[ευχρηστώ]]<br />[[κέρδος]], [[ωφέλεια]] που λαμβάνεται από κάποιο [[πράγμα]].
}}
}}